- δούκας
- οθηλ. -ισσα1. κληρονομικός ηγεμόνας μικρού ανεξάρτητου κράτους στη μεσαιωνική Ευρώπη.2. τίτλος ευγένειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
Δούκας, Νεόφυτος — (Άνω Σουδενά Ζαγορίου 1760 – Αθήνα 1845). Διδάσκαλος του Γένους. Χειροτονήθηκε ιερέας σε νεαρή ηλικία και έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στο σχολείο του Μετσόβου. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι (1786) και μαθήτευσε κοντά στον δάσκαλο Λάμπρο … Dictionary of Greek
Δούκας, Στρατής — (Μοσχονήσια 1895 – Αθήνα 1983). Λογοτέχνης. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο Κυδωνιών. Στη συνέχεια φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας της κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Μετά το κίνημα της… … Dictionary of Greek
Δούκας, Δημήτριος — (Χάνδακας, Κρήτη 1480 – Ρώμη 1527;). Λόγιος και εκδότης. Υπήρξε πρωτεργάτης της αναγέννησης των κλασικών σπουδών στην Ισπανία. Για τα νεανικά χρόνια και τις σπουδές του δεν υπάρχει σχεδόν κανένα στοιχείο. To 1508 9 αναφέρεται ως στενός συνεργάτης … Dictionary of Greek
Δούκας, Έκτωρ — (Σμύρνη 1886 – Αθήνα 1960). Ζωγράφος. Σπούδασε στη Βενετία, στο Μόναχο και στο Παρίσι. Το 1907 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου το 1913 τιμήθηκε στη διεθνή έκθεση της πόλης. Διακρίθηκε για τις προσωπογραφίες και τα τοπία του. Διακόσμησε το… … Dictionary of Greek
Δούκας, Ιωάννης — (Αργυρόκαστρο 1841 – Αθήνα 1916). Ζωγράφος. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και αργότερα εγκαταστάθηκε διαδοχικά στη Βιέννη και στη Μασσαλία. Συμμετείχε σε εκθέσεις στην Αθήνα και στο Παρίσι. Ασχολήθηκε κυρίως με προσωπογραφίες … Dictionary of Greek
Δούκας, Λουκάς — (Αθήνα 1890 – 1925). Γλύπτης. Σπούδασε στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Τιμήθηκε με εύφημο μνεία στο Σαλόν του Παρισιού το 1923 για το έργο του Σάτυρος. Μεταξύ των έργων του διακρίνονται τα εξής: Κάιν,… … Dictionary of Greek
Δούκας, Μιχαήλ — (18ος αι.).Λόγιος. Καταγόταν από τη Σιάτιστα. Έζησε στη Βιέννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Μετέφρασε πολλά βιβλία από τα γερμανικά, αλλά τη δραστηριότητά του ανέκοψε η απέλασή του από τις αυστριακές αρχές, με την κατηγορία της… … Dictionary of Greek
Δούκας, Πέτρος — (Αθήνα 1952 –). Οικονομολόγος. Σπούδασε οικονομικά και διεθνείς σχέσεις στο πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο από το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Από… … Dictionary of Greek
Μάρλμπορο, Τζον Τσόρτσιλ, δούκας του- — (John Churchill duke of Marlborough, Μάσμπερι, Ντεβονσάιρ 1650 – Κράνμπερν Λοτζ, Γουίντσορ 1722). Άγγλος στρατιωτικός και πολιτικός. Αρχικά ήταν οπαδός των Στιούαρτ και στη συνέχεια τέθηκε στο πλευρό του Γουλιέλμου της Οράγγης. Πολέμησε εναντίον… … Dictionary of Greek